- ανθρακίτις
- η (Α ἀνθρακῑτις)νεοελλ.1. αρρώστια των αμπελιών2. περιοχή που έχει γαιάνθρακεςαρχ.είδος καύσιμου άνθρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς ως απόδοση του γαλλ. anthracuose].
Dictionary of Greek. 2013.